Καλώς ήρθατε στο ιστολόγιό μας!

Το ιστολόγιο αυτό δημιουργήθηκε στο πλαίσιο του μαθήματος της Ιστορίας της Γ΄ Γυμνασίου κατά το σχολικό έτος 2013 - 2014 από τη φιλόλογο Σωτηρία Μπενάκη. Αποτελεί καρπό της προσπάθειας των μαθητών να ερευνήσουν και να γράψουν για την ιστορία της Θήβας.
Φιλοδοξούμε να εμπλουτιστεί το υλικό του ιστολογίου και με άλλες εργασίες μαθητών όχι μόνο του σχολείου μας αλλά και άλλων σχολείων της πόλης και της ευρύτερης πειορχής. Η προσπάθεια συνεχίζεται και κατά το σχολικό έτος 2014-2015 από τους μαθητές της Α1 τάξης του σχολείου μας.

Σας ευχόμαστε καλή πλοήγηση!


Η Θήβα κατά την Επανάσταση (1821-1829)



     Τις πρώτες μέρες της Επανάστασης, στις αρχές του Απριλίου 1821, ο Βασίλης Μπούσγος υπό τις διαταγές του Αθανάσιου Διάκου κατέλαβε τη Θήβα χωρίς να δώσει μάχη, ενώ οι Τούρκοι είχαν καταφύγει στη Χαλκίδα μαζί με τις οικογένειές τους. Οι επαναστάτες κατέλαβαν το ύψωμα του Ανηφορίτη, απ’ όπου, μετά την επιστροφή τουρκικής φρουράς στην πόλη, εξαπέλυαν επιθέσεις μέχρι τον Ιούνιο του 1821. Εναντίον των επαναστατών της ανατολικής Ελλάδας, ο σουλτάνος έστειλε τον Ομερ Βρυώνη και τον Κιοσε Μεχμετ Πασά, με 10 χιλιάδες πεζούς και ιππείς. Ο Διάκος με τους οπλαρχηγούς Πανουργιά, Δυοβουνιώτη και δύναμη 1500 ανδρών αποφάσισαν να εμποδίσουν την κάθοδο των Τούρκων στην Αλαμάνα.  Στις πρώτες επιθέσεις των Τούρκων,  οι οπλαρχηγοί αποχώρησαν, ο Διάκος έμεινε μόνος του με 18 παλικάρια και πέρασε στην αθανασία.
       Αργότερα ο Ομέρ Βρυώνης κατέλαβε τη Λιβαδειά  και με τον Κιοσε Μεχμέτ πασά, στη συνέχεια τη Θήβα. Έμειναν στη Θήβα, για μερικές μέρες, περιμένοντας ενισχύσεις από τον Βευράν πασά με 8 χιλιάδες άνδρες, οι οποίες δεν έφθασαν ποτέ καθώς νικήθηκαν στη Λαμία, από τους οπλαρχηγούς Γκούρα, Πανουργιά και Δυοβουνιώτη με τους 2000 άνδρες τους. Ο Κιοσέ Μεχμέτ πασά που έμενε στη Θήβα, έμαθε ότι στα Δερβενοχώρια κατέφευγαν όλοι οι επαναστάτες και υπάγονταν στις διαταγές του Αθανάσιου Σκουρτανιώτη. Αποφάσισε να καταλάβει τα Δερβενοχώρια, στέλνοντας απόσπασμα 500 ανδρών με επικεφαλής τον Κιαμήλ μπέη.
       Οι Τούρκοι, αναχώρησαν από τη Θήβα, έφτασαν στον Ασωπό ποταμό και πέρασαν τη γέφυρα του Μητροπολίτη (του Αγίου Ιωάννη του Καλοκτένη). Προχώρησαν προς τα Δερβενοχώρια, ακολουθώντας τον συντομότερο δρόμο, από την Γκούρεζα, αλλά απότομο και δύσβατο, ελπίζοντας πως θα τον εύρισκαν αφύλακτο. Ο Μεχμέτ Κιοσε πασάς δεν έκανε άλλη απόπειρα εναντίον των Δερβενοχωρίων και περιορίστηκε στη Θήβα, όπου στα τέλη Σεπτεμβρίου, έφτασε ο Ομέρ Βρυώνης. Οι δύο αυτοί πασάδες, δεν μπόρεσαν ούτε να βοηθήσουν τον Βευράν πασά, που ερχόταν να τους υποστηρίξει, ούτε να καταπνίξουν την επανάσταση σε Βοιωτία, Εύβοια και Αττική και επέστρεψαν στα Ιωάννινα. Ο Σουλτάνος απογοητευμένος από την αποτυχία των 3 πασάδων διέταξε, νέα εκστρατεία εναντίον των Ελλήνων.
     Την 1η Ιουλίου 1822, σταμάτησε για λίγο στη Θήβα, για να κάψει την πόλη και να σπείρει παντού τον τρόμο. Η θριαμβευτική αυτή προέλαση του Δράμαλη, κατέληξε με την απόλυτη καταστροφή του, στα Δερβενάκια απο τις δυνάμεις του Κολοκοτρώνη.
    Τα επόμενα χρόνια οι Βοιωτοί οπλαρχηγοί απέφευγαν να κινηθούν εναντίον της Θήβας για λόγους τακτικής. Κυριαρχούσαν στα γύρω χωριά, εξουδετέρωναν πρακτικά τη φρουρά της πόλης, ενώ από την άλλη θεωρούσαν ότι μια κατάληψη της Θήβας θα ενθάρρυνε τους Τούρκους να κινηθούν με σημαντική δύναμη εναντίον τους.
    Σώματα Θηβαίων ωστόσο συμμετείχαν σε διάφορες επιχειρήσεις, κυρίως υπό τις διαταγές των οπλαρχηγών Αθανάσιου και Γεώργιου Σκουρτανιώτη (από τα Σκούρτα των Δερβενοχωρίων). Ο δεύτερος μάλιστα υπήρξε στενός συνεργάτης του Δημήτριου Υψηλάντη το 1829, στην επίθεση για την κατάληψη της Θήβας, όταν πλέον ήταν ζωτικής σημασίας η κατοχή της για τη διεκδίκηση στερεοελλαδίτικων εδαφών που θα περιέρχονταν στο Ελληνικό Κράτος. Η πόλη απελευθερώθηκε οριστικά το 1829 μετά τη νίκη του Δ. Υψηλάντη στη μάχη της Πέτρας και αποτέλεσε μέρος του νέου ελληνικού κράτους.
      Όταν η πόλη απελευθερώθηκε, ενώ είχε πυρποληθεί και από το Δράμαλη στα 1822, ήταν εντελώς ερειπωμένη. Μεγάλο μέρος των κατοίκων είχε καταφύγει στα βουνά, καθώς και στα νησιά Σαλαμίνα, Χίο και Τήνο. Όταν επέστρεψαν, εγκαταστάθηκαν αρχικά στο προάστιο των Αγίων Θεοδώρων, και στη συνέχεια επεκτάθηκαν στην περιοχή γύρω από τον πύργο του Σεντ Ομέρ.
       Μετά την απελευθέρωση, λόγω σεισμών και του εμπορικού ανταγωνισμού της Λιβαδειάς, η πόλη δεν μπόρεσε να ανακτήσει την παλαιά οικονομική της αίγλη. Με τη σύσταση του ελληνικού κράτους, η Θήβα συνέχισε να είναι η σπουδαιότερη πόλη της επαρχίας Θηβών, προσφέροντας στο νέο κράτος με την γεωργία της και την κτηνοτροφία της. Η σιδηροδρομική της σύνδεση και η αποξήρανση της Κωπαΐδας βελτίωσαν την οικονομική της θέση.
 
                                               ΠΗΓΕΣ

Επιμέλεια
  Καλογερίδου Έλενα, Γ1
 Ανυφαντή Μαρία, Γ1



Οι τελευταίες μάχες της Επανάστσης
     Το έτος 1829 ο Υψηλάντης επιχείρησε την απελευθέρωση της Θήβας της οποίας η φρουρά απαρτιζόταν από περίπου 2.000 πεζούς και 300 ιππείς. Αυτή την περίοδο, στην περιοχή της Θήβας, υπό την τουρκική κατοχή βρίσκονταν ο φράγκικος πύργος και οι συνοικίες των Αγίων Θεοδώρων και του Πυρίου. Ο Υψηλάντης προκειμένου να πετύχει τον στόχο του έπρεπε να εξασφαλίσει ότι δε θα σταλούν δυνάμεις για την ενίσχυση των Τούρκων από την Αττική και την Εύβοια. Για τον λόγο αυτό, ο Βάσσος Μαυροβουνιώτης  και ο Νικόλαος Κριεζιώτης, με τη βοήθεια άλλων αγωνιστών, κατευθύνθηκαν στην περιοχή ανάμεσα στη Χασιά και το Μενίδι και στον Ανηφορίτη αντίστοιχα έχοντας τον ρόλο του αντιπερισπασμού. Πράγματι, η φρούρηση της Θήβας παραμελήθηκε ενώ ο Ομέρ Πασάς αντικαταστάθηκε από τους Νιζάμ Πασά και Οτζάκ Αγά. 
    Ο Υψηλάντης ,λοιπόν, τη νύχτα της 18ης Μαΐου με επτακόσιους άντρες και χρησιμοποιώντας το σκοτάδι προς όφελος του, ξεκίνησε από τη μονή της Πελαγίας και κατάφερε να εγκατασταθεί στα ερείπια της Θήβας. Οι αιφνιδιασμένοι Τούρκοι με βιασύνη κατασκεύασαν δυο προμαχώνες, έναν πάνω στο Αμφείο και έναν στη νότια άκρη των Αγίων Θεοδώρων. Όσον αφορά την οργάνωση των Ελλήνων, ο Υψηλάντης έστησε το στρατηγείο του στα ερείπια του ναού του Ευαγγελιστή Λουκά ενώ τοποθέτησε τη φρουρά του με επικεφαλής τον Σπύρο Μήλιο στο λόφο του Ισμήνιου Απόλλωνα. Επίσης, ο ναός του Αγίου Νικολάου του Μορεοδένδρη μετατράπηκε σε πυριτιδαποθήκη. Τα υπόλοιπα τμήματα των δυνάμεων του Υψηλάντη παρατάχθηκαν σε διάφορους προμαχώνες υπό τις διαταγές των Ιωάννη Ρούκη, Χριστόδουλο Χατζηπέτρο, Γεώργιο Σκουρτανιώτη, Διονύσιο Ευμορφόπουλο, Ιωάννη Κλίμακα και Στέφανο Νεβίτσα. Τις 5 ημέρες που ακολούθησαν, η μάχη μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων πραγματοποιήθηκε με τη μορφή κανονιοβολισμών και σταμάτησε όταν και τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα ανέμεναν την άφιξη ενισχύσεων. Ο Ομέρ Πασάς, όταν ενημερώθηκε για τις εξελίξεις στην περιοχή της Θήβας και του Ανηφορίτη, αποφάσισε να επιτεθεί στην τελευταία πράγμα και το οποίο έκανε με μεγάλη μανία χωρίς όμως επιτυχία με αποτέλεσμα να επιστρέψει ηττημένος στη Χαλκίδα με 300 νεκρούς και τραυματίες. Οι Έλληνες τον καταδίωξαν ως την Ξηρόβρυση όμως σώθηκε από σίγουρη αιχμαλωσία με τη βοήθεια του Καραμπαμπά. Τέλος, στη μάχη αυτή διέπρεψαν οι εκατόνταρχος Ψαρρόδημος και πεντηκόνταρχος Μήτρος Λιακόπουλος ενώ σκοτώθηκαν  4 και τραυματίστηκαν 13 Έλληνες στρατιώτες.
    Τη μάχη αυτή ακολούθησε η κατάληψη του Ωρωπού όχι μόνο του χωριού αλλά και των Τουρκικών αποθηκών που βρίσκονταν εκεί. Όμως οι Έλληνες μετά από πιέσεις απομακρύνθηκαν από την περιοχή. Μάλιστα εγκατέλειψαν και τον Ανηφορίτη διότι λόγω της ανάμειξης του Αυγουστίνου Καποδίστρια δεν πληρώνονταν και δεν λάμβαναν τρόφιμα. Έτσι, οι Τούρκοι της Εύβοιας ακώλυτα βοηθούσαν τους ομογενείς τους στη Θήβα οι οποίοι χωρίς φόβο πλέον επιδόθηκαν στις γεωργικές εργασίες στην πεδιάδα της Θήβας. Για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος ο Κριεζιώτης κατέλαβε για μία ακόμη φορά τον Ανηφορίτη ενώ ιδιαίτερα βοηθητική ήταν η συμβολή του ελληνικού πυροβολικού του Ε. Φωκά και των ιππέων του Χατζηχρήστου. Όταν μάλιστα ο Υψηλάντης ενημερώθηκε για την πρωτοβουλία του Χατζηχρήστου έστειλε τον Ευμορφόπουλο και τον Σκουρτανιώτη ώστε να οργανώσουν μία επιχείρηση με στόχο  να πλήξουν σε μεγάλο βαθμό τους Τούρκους. 
      Οι ιππείς του Χατζηχρήστου λοιπόν ντύθηκαν με τούρκικες ενδυμασίες, διέσχισαν την πεδιάδα της Θήβας και χαιρέτησαν στα Τούρκικα μία ομάδα Τούρκων την οποία συνάντησαν και που δεν υποψιάστηκε τίποτα. Όταν ο Χατζηχρήστος βεβαιώθηκε πως οι Τούρκοι έπεσαν στην παγίδα του και πως οι Ευμορφόπουλος και Σκουρτανιώτης τον ακολουθούσαν με τα στρατεύματα τους, διέταξε έφοδο. Με αυτή την αιφνιδιαστική επίθεση, προκάλεσαν μεγάλες ζημιές και κυνήγησαν τους Τούρκους εργαζόμενους ως το Πυρί από όπου κατέφθασαν αργότερα 500 πεζοί και 300 ιππείς για την ενίσχυση των τελευταίων. Ωστόσο, οι Τούρκοι από τα οχυρώματα δεν μπόρεσαν να στηρίξουν εκείνους που μάχονταν στην πεδιάδα διότι εμποδίστηκαν από τους Έλληνες. Η μάχη διήρκησε δύο ώρες και είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο και την αιχμαλωσία αρκετών Τούρκων και λίγων Ελλήνων. Η προσπάθεια αυτή αναδείχθηκε σε πραγματικό θρίαμβο!
Πηγή: Γεωργίου Δ. Τσεβά «Ιστορία της Θήβας και της Βοιωτίας από τα αρχαιότερα χρόνια μέχρι σήμερα»,  σελ  517-520.


Επιμέλεια: Μπουραντά Άννα, Γ1

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου